ἐλύπει

ἐλύπει
ἐλύ̱πει , λυπέω
grieve
imperf ind act 3rd sg (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • περισκήνιον — τὸ, Μ 1. στον πληθ. τὰ περισκήνια α) ορειχάλκινα κιγκλιδώματα στο θέατρο β) η ορχήστρα τού θεάτρου 2. μτφ. το ανθρώπινο σώμα ως κατοικητήριο τής ψυχής («ἐλύπει τὸν φιλόσοφον τὸ θνητόν περισκήνιον», Θεοφύλ. Σιμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σκηνή +… …   Dictionary of Greek

  • πνίγος — εος, τὸ, Α 1. πνιγμός, πνιγμονή 2. πνιγηρός καύσωνας («ἐν κοίλῳ χωρίῳ ὄντας καὶ τὸ πνῑγος ἔτι ἐλύπει διὰ τὸ ἀστέγαστον», Θουκ.) 3. ένα από τα επτά μέρη τής παράβασης στην αττική κωμωδία, που ονομαζόταν έτσι γιατί έπρεπε να διαβαστεί με μία… …   Dictionary of Greek

  • προσκόπτω — ΝΜΑ [κόπτω] προσκρούω, συνήθως με τα πόδια, επάνω σε ένα αντικείμενο, σκοντάφτω νεοελλ. μτφ. συναντώ προσκόμματα, εμπόδια, αδυνατώ να προχωρήσω εξαιτίας δυσχερειών που παρεμβάλλονται στην προσπάθειά μου (α. «η επιχείρηση προσκόπτει στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”